προφορικοῦ

προφορικοῦ
προφορικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… …   Dictionary of Greek

  • Γκράις, Πολ Χέρμπερτ — (Paul Herbert Grice, 1913 – 1988). Βρετανός φιλόσοφος. Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία της γλώσσας και από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως το 1967 ανήκε στο διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το 1967 ονομάστηκε καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • έκλυση — η (AM ἔκλυσις) 1. το να λύνεται, να απελευθερώνεται κάποιος ή κάτι από ό,τι τόν δεσμεύει 2. ηθική χαλάρωση, απαλλαγή από ηθικές δεσμεύσεις «έκλυση ηθών» νεοελλ. φρ. «έκλυση ενέργειας» αποδέσμευση, απελευθέρωση ενέργειας ή ραδιενέργειας και… …   Dictionary of Greek

  • αναρθρία — Η ανικανότητα προφοράς των λέξεων. Αυτός που πάσχει από α. γνωρίζει με ακρίβεια τα διανοήματά του, καθώς και τις λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσει για τη μετάδοσή τους, αλλά δεν είναι ικανός να τις αρθρώσει. Η πλήρης α. είναι σπάνια και… …   Dictionary of Greek

  • διερμήνευση — η (AM διερμήνευσις) [διερμηνεύω] νεοελλ. 1. διερμηνεία* 2. μετάφραση τού προφορικού λόγου για τη συνεννόηση αλλόγλωσσων αρχ. 1. διαπραγμάτευση 2. ερμηνεία, εξήγηση …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • επάνειμι — ἐπάνειμι (Α) [είμι] 1. (ως μέλλ. τού ἐπανέρχομαι), θα επανέλθω, θα ξαναγυρίσω 2. επανέρχομαι σ ένα σημείο τού λόγου (γραπτού ή προφορικού) 3. προσφεύγω, ανατρέχω 4. συγκεφαλαιώνω («τὰ δ ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις», Πλάτ.) 5. ανεβαίνω, ανέρχομαι 6 …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”